μυροπωλείο(ν)

μυροπωλείο(ν)
το парфюмерный магазин

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μυροπωλείο(ν)" в других словарях:

  • μυροπωλείο — το (Α μυροπωλεῑον και μυροπώλιον) [μυροπώλης] κατάστημα όπου πωλούνται μύρα, αρώματα, αρωματοπωλείο …   Dictionary of Greek

  • μυροπωλείο — το το κατάστημα όπου πουλούν αρώματα και καλλυντικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μυρεψικός — ή, ὁ (ΑΜ μυρεψικός, ή, όν) [μυρεψός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυρεψία ή στον μυρεψό ή αυτός που χρησιμοποιείται για την παρασκευή μύρων, αρωμάτων 2. το θηλ. ως ουσ. η μυρεψική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού μυρεψού, η μυρεψία 3. αρωματικός …   Dictionary of Greek

  • μυροπώλιον — το (Α μυροπώλιον) [μυροπώλης] κατάστημα όπου πωλούνται μύρα, αρώματα, το μυροπωλείο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»